- Θραικιος
- Θρᾱῐκιος, Θρηίκιος1 Thracian (v. Radt, 32, Forssman, 98.) φοίνισσα δε̆ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων (Θραικίων coni. Turyn) P. 4.205 ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Θρηικίαν coni. Diehl) Pae. 2.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.